ωτοδυνία
Смотреть что такое "ωτοδυνία" в других словарях:
ωτοδυνία — η, Ν ωταλγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + οδύνη + κατάλ. ία] … Dictionary of Greek
ωτοδυνία — η, Ν ωταλγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + οδύνη + κατάλ. ία] … Dictionary of Greek